Το πραξικόπημα του Τραμπ απέτυχε, αλλά το δημοκρατικό σύστημα των ΗΠΑ έχει τρομοκρατηθεί
Ο πρόεδρος έκανε χρήση κάθε δυνατότητας για να παραμείνει στην εξουσία. Απέτυχε, αλλά πώς θα χειριστούν οι ΗΠΑ μικρότερες διαφορές ψήφων σε επόμενες εκλογές;
Στο τέλος, το πραξικόπημα δεν πραγματοποιήθηκε. Με μικρόψυχο και μνησίκακο τρόπο, ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε τη Δευτέρα το βράδυ ότι θα μπορούσε να ξεκινήσει η μεταβίβαση της εξουσίας στον Τζό Μπάιντεν. Όπως δήλωσε αξιωματούχος του Λευκού Οίκου στους δημοσιογράφους, αυτό ήταν η μέγιστη παραχώρηση που θα μπορούσε να κάνει ο Τραμπ, αλλά ο μηχανισμός μεταβίβασης είχε ήδη ξεκινήσει δυναμικά. Η εισερχόμενη διοίκηση Τζο Μπάιντεν έχει πλέον κυβερνητικό διαδικτυακό τομέα, ενημερώνεται από κυβερνητικές υπηρεσίες και πρόκειται να λάβει ομοσπονδιακή χρηματοδότηση. Το Πεντάγωνο αμέσως ανακοίνωσε ότι θα παρέχει υποστήριξη για τη μεταβίβαση εξουσίας. Και ένας προς έναν, οι ανώτεροι Ρεπουμπλικάνοι – μια ιδιαίτερα ασπόνδυλη κατηγορία – αναγνωρίζουν το εκλογικό αποτέλεσμα.
Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δημοκρατικό σύστημα των ΗΠΑ έχει τρομοκρατηθεί. Καθώς η αίσθηση της επικείμενης απειλής καταλαγιάζει, οι περίπλοκες εσωτερικές λειτουργίες του εκλογικού συστήματος εξετάζονται εξονυχιστικά, για να προσδιοριστεί αν το σύστημα ήταν τόσο ισχυρό όσο ήλπιζαν οι υποστηρικτές του – ή αν το αμερικανικό έθνος ήταν απλώς τυχερό αυτή τη φορά.
«Ήμουν εδώ και πολύ καιρό από αυτούς που πίστευαν ότι λειτουργούσαν τα προστατευτικά κιγκλιδώματα της δημοκρατίας», είπε η Katrina Mulligan, πρώην ανώτερη αξιωματούχος του τμήματος εθνικής ασφάλειας του υπουργείου δικαιοσύνης. «Αλλά η άποψή μου έχει αλλάξει τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς είδα να εξελίσσονται κάποια πράγματα. Τώρα νομίζω ότι εξαρτώμεθα πάρα πολύ από τα εύθραυστα μέρη της δημοκρατίας μας και περιμένουμε από τα άτομα, και όχι από τα θεσμικά όργανα, να κάνουν το έργο που όφειλαν να κάνουν το θεσμικά όργανα.”
Ο Τραμπ δεν απέκρυψε το παιχνίδι που σχεδίαζε, ακόμη και πριν από τις εκλογές και επικεντρώνεται σε αυτό όλο και περισσότερο, κάθε ημέρα που περνάει σε αυτό το τρελοκομείο: δημιουργεί αμφιβολίες για την αξιοπιστία της επιστολικής ψήφου, αξιώνει τη νίκη το βράδυ των εκλογών προτού μετρηθούν τα περισσότερα ψηφοδέλτια και στη συνέχεια σπέρνει σύγχυση με κατηγορίες, έρευνες του υπουργείου δικαιοσύνης και αναταραχή στους δρόμους, με ακροδεξιές πολιτοφυλακές που επιχειρούν να καθυστερήσουν την πιστοποίηση των αποτελεσμάτων. Μια τέτοια καθυστέρηση θα δημιουργούσε την ευκαιρία σε πολιτειακά νομοθετικά σώματα που διοικούνται από Ρεπουμπλικάνους να παρέμβουν (παρακάμπτοντας την λαϊκή ψήφο) και να επιλέξουν δικούς τους αντιπροσώπους στο electoral college, το οποίο αποφασίζει επίσημα ποιος θα γίνει πρόεδρος. Αυτό θα προκαλούσε μια συνταγματική κρίση που θα έπρεπε να επιλυθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο τώρα έχει πλειοψηφία Ρεπουμπλικανών (6 προς 3) και έχει γίνει όλο και πιο παραταξιακό. Για να πετύχει όμως αυτό το σχέδιο, χρειαζόταν πολιτική συμπαιγνία για να παρακαμφθούν πραγματικές ψήφοι, αλλά, σε πολλά κρίσιμα σημεία απόφασης, αυτό δεν συνέβη.
Το βασικό συστατικό ενός κλασικού πραξικοπήματος – στρατιωτικοί με πολιτικά κίνητρα – απουσίαζε από την αρχή, αν και όχι λόγω έλλειψης προσπαθειών του Τραμπ. Προσπάθησε να φέρει στρατιωτικές μονάδες στους δρόμους για να καταπνίξει τις διαμαρτυρίες του “Black Lives Matter” το καλοκαίρι, αλλά ο υπουργός Άμυνας, Mark Esper, αρνήθηκε να συνεργαστεί.
Μετά την απόλυση του Esper μετά τις εκλογές και την τοποθέτηση έμπιστων του Trump σε ανώτερες θέσεις λήψης αποφάσεων, ο πρόεδρος των αρχηγών επιτελείων ενόπλων δυνάμεων, στρατηγός Mark Milley, αξιοποίησε μια προγραμματισμένη δημόσια εμφάνιση, αφιερωμένη σε ένα μουσείο στρατού, για να στείλει ένα αιχμηρό μήνυμα.
«Ορκιζόμαστε στο Σύνταγμα», είπε ο Milley. «Δεν ορκιζόμαστε σε βασιλιά ή βασίλισσα, σε τύραννο ή σε δικτάτορα». Η δήλωση χαιρετίστηκε με ανακούφιση – ήταν όμως πιο εντυπωσιακό το ότι έπρεπε να ειπωθεί.
Επόμενοι μοχλοί εξουσίας που προσπάθησε να τραβήξει ο Τραμπ ήταν το υπουργείο δικαιοσύνης και το FBI.
Ο γενικός εισαγγελέας (και υπουργός δικαιοσύνης), William Barr, εξουσιοδότησε εισαγγελείς να διεξαγάγουν έρευνες για φερόμενες απάτες ψηφοφόρων, όπου διαπιστώνονται «σαφείς και προφανώς αξιόπιστες καταγγελίες για παρατυπίες». Η έναρξη τέτοιων ερευνών θα τροφοδοτούσε θεωρίες συνωμοσίας και θα έδινε μεγαλύτερη κάλυψη στους πολιτειακούς Ρεπουμπλικάνους να καθυστερήσουν την πιστοποίηση των ψήφων.
Αλλά οι εισαγγελείς του υπουργείου δικαιοσύνης επαναστάτησαν. Ο αξιωματούχος που είναι επιφορτισμένος με τη διερεύνηση εκλογικών εγκλημάτων, ο Richard Pilger, παραιτήθηκε και άλλοι δημοσιοποίησαν τις αντιρρήσεις τους.
«Το υπουργείο δικαιοσύνης, περισσότερο από άλλα θεσμικά όργανα, στελεχώνεται από ανθρώπους που έχουν μια πραγματικά υγιή αντίληψη για το τι είναι η δημοκρατία και γιατί αξίζει να σωθεί», δήλωσε η Mulligan, τώρα ομοσπονδιακή διευθύντρια εθνικής ασφάλειας στο Κέντρο Αμερικανικής Προόδου.
Πρόσθεσε ότι η σαφήνεια της νίκης του Μπάιντεν έκανε ακόμη λιγότερο πιθανό, αξιωματούχοι του υπουργείου Δικαιοσύνης να ακολουθήσουν μια τόσο αμφισβητήσιμη επιχείρηση.
Η επόμενη γραμμή άμυνας του Τράμπ ήταν πολιτειακοί Ρεπουμπλικάνοι αξιωματούχοι, που συμμετείχαν στο μηχανισμό πιστοποίησης αποτελεσμάτων. Υποβλήθηκαν σε έντονη πίεση, συμπεριλαμβανομένης σε μερικές περιπτώσεις της απευθείας κλήσης από τον πρόεδρο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ιδίως στο Μίσιγκαν, υπέκυψαν, αλλά στις περισσότερες πολιτείες άντεξαν σθεναρά, όπως στην περίπτωση του πολιτειακού υπουργού της Georgia, Brad Raffensperger, ο οποίος επιβεβαίωσε τη μικρή πλειοψηφία της νίκης του Μπάιντεν με αποτέλεσμα να γίνει παρίας στο κόμμα του.
«Μερικοί άνθρωποι αξίζουν μετάλλια και κάποιοι απλώς βρήκαν πολύ χαμηλά τον πήχυ», δήλωσε η Rebecca Ingber, πρώην νομική σύμβουλος του υπουργείου Εξωτερικών, τώρα καθηγήτρια στη νομική σχολή του Cardozo. «Αυτή είναι μια ιστορία για προστατευτικά κιγκλιδώματα που λειτουργούν, αλλά είναι επίσης μια υπενθύμιση για την ευθραυστότητα αυτών των προστατευτικών κιγκλιδωμάτων. Σε τελευταία ανάλυση μιλάμε για ανθρώπους, όχι για ρομπότ». Ομοίως, ακόμη και οι πιο συντηρητικοί δικαστές απέρριψαν τους φανταστικούς ισχυρισμούς της νομικής ομάδας του Τραμπ για εκλογική απάτη, της οποίας η τρέχουσα βαθμολογία στα δικαστήρια είναι μία νίκη και 35 ήττες.
Είναι πιθανό ότι περισσότερο ικανοί διοργανωτές θα μπορούσαν να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά. Ο Τραμπ φαίνεται να άφησε τη συγκρότηση μιας νομικής ομάδας για μετά τις εκλογές, και τελικά έδωσε τον έλεγχο στον αφοσιωμένο, αλλά αναξιόπιστο και αναποτελεσματικό προσωπικό του δικηγόρο, τον Rudy Giuliani.
Τελικά, το περιθώριο νίκης του Μπάιντεν (πάνω από 6 εκατομμύρια ψήφοι σε εθνικό επίπεδο και δεκάδες χιλιάδες στα περισσότερα πεδία της εκλογικής μάχης) ήταν τόσο σαφές, και τα στοιχεία για απάτες τόσο ασήμαντα, που ακόμη και με τους καλύτερους δικηγόρους η νομική επιχείρηση θα ήταν άκαρπη.
Ωστόσο, η εμπειρία του 2020 έχει προκαλέσει ανησυχίες σχετικά με το πώς η αμερικανική δημοκρατία θα αντιμετώπιζε στενότερα περιθώρια εκλογικής νίκης και μια πιο πειθαρχημένη ομάδα αμφισβήτησης, αποφασισμένη να ασκήσει την κρατική εξουσία για να κλέψει τη νίκη. Οι πολιτοφυλακές, οι οποίες δεν ήταν αρκετά συντονισμένες για να εμφανιστούν ως η εκφοβιστική δύναμη που θα περίμενε ο Τραμπ, θα μπορούσαν να είναι πιο αποτελεσματικές στην επόμενη περίσταση.
«Η ρητορική του Προέδρου Τραμπ, που προσελκύει αυτές τις ομάδες ήταν επικίνδυνη από την πρώτη ημέρα της εκστρατείας του, δίνοντας σ ‘αυτές τις ομάδες σιωπηρή υποστήριξη για τις παράνομες δραστηριότητές τους. Και η υποτονική απάντηση επιβολής του νόμου στις πράξεις δημόσιας βίας που διαπράχθηκαν από αυτές τις ομάδες έχει επιδεινώσει αυτό το πρόβλημα», δήλωσε ο Michael German, συνεργάτης του Brennan Center for Justice, ο οποίος ως ειδικός πράκτορας του FBI ήταν επιφορτισμένος με την διείσδυση σε εξτρεμιστικές ομάδες. «Οι ικανότητές τους να οργανώνουν, να στρατολογούν και να δοκιμάζουν τακτικές και δίκτυα έχουν ενισχυθεί. Έτσι, αν απαιτηθεί νέα προσπάθεια αστυνόμευσης, το πρόβλημα θα είναι πολύ δυσκολότερο».
Οι εκλογές του 2020 αποκάλυψαν επίσης μια ταχέως διαδιδόμενη σήψη στα θεμέλια του συστήματος, στην εμπιστοσύνη του κοινού ότι το σύστημα είναι δίκαιο. Περίπου το 70% των Ρεπουμπλικανών, παρά τα σαφή και επικυρωμένα αποτελέσματα, πιστεύουν ότι υπήρξε εκλογική νοθεία.
«Νομίζω ότι ήμασταν τυχεροί», είπε η Susan Hennessey, πρώην δικηγόρος της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφάλειας και διευθυντικό στέλεχος – συντάκτης του ιστολογίου Lawfare. «Το σκυλί τελικά δεν γάβγισε, αλλά αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη προσπάθειας και αν οι περιστάσεις ήταν λίγο διαφορετικές και αν το εκλογικό περιθώριο ήταν στενότερο, νομίζω ότι θα είχαμε μια πολύ σαφή απόδειξη, ότι οι κανονιστικοί περιορισμοί δεν πρόκειται να αποτρέψουν άτομα από τη λήψη βαθιά αντιδημοκρατικών μέτρων».
Πηγή : The Guardian Julian Borger Τετ 25 Νοεμβρίου 2020
Μετάφραση & Επιμέλεια άρθρου : Κωνσταντίνος Α. Μαρκάκης
Ηλεκ/γος – Μηχ/γος Μηχανικός, Ε.Μ.Π. Αθήνα – TU Hannover